πλεθριαῖος

πλεθριαῖος
πλεθρ-ιαῖος, α, ον,
A of the size of a

πλέθρον, φοίνικες X.Cyr.7.5.11

;

ποταμὸς τὸ εὖρος π. Id.An.1.5.4

;

γέφυρα π. τὸ πλάτος οὖσα Pl.Criti. 116a

;

δράκων μῆκος π. Str.16.2.17

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλεθριαίος — α, ο / πλεθριαῑος, αία, ον, ΝΑ αυτός που έχει μήκος ενός πλέθρου («γέφυρα πλεθριαία τὸ πλάτος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέθρον + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μεδιμν ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • πλεθριαῖον — πλεθριαῖος of the size of a masc acc sg πλεθριαῖος of the size of a neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεθριαῖαι — πλεθριαῖος of the size of a fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεθριαῖοι — πλεθριαῖος of the size of a masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεθριαία — πλεθριαί̱ᾱ , πλεθριαῖος of the size of a fem nom/voc/acc dual πλεθριαί̱ᾱ , πλεθριαῖος of the size of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελεθραίος — αία, ον, Α [πέλεθρον] πλεθριαίος …   Dictionary of Greek

  • πλεθριαίαν — πλεθριαί̱ᾱν , πλεθριαῖος of the size of a fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεθριαίοις — πλεθριαί̱οις , πλεθριαῖος of the size of a masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεθριαίους — πλεθριαί̱ους , πλεθριαῖος of the size of a masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεθριαίῳ — πλεθριαί̱ῳ , πλεθριαῖος of the size of a masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”